14/4/14

Οι αλεπούδες (διήγημα)






Όταν χτύπησε η εξώπορτα, μόλις είχα τελειώσει τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στο πρωτότυπο και σημείωνα κάτι άγνωστες λέξεις στο περιθώριο του βιβλίου. Έκανε ζέστη και ήμουν σε άθλια κατάσταση, όπως είμαι πάντα μέσα στο σπίτι. Αχτένιστη, με ένα μακό ρουχαλάκι πατσαβούρα από τη χρήση και κάτι ελεεινές σαγιονάρες.

Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα μούρη με μούρη με μια συνομήλική μου ωραιότατη δεσποινίδα, άψογα ντυμένη και μακιγιαρισμένη. Με κοίταξε ερευνητικά για λίγο και μετά είπε:

-Μπορώ να μιλήσω με την κυρία του σπιτιού;

Η κυρία του σπιτιού ήμουν εγώ, αλλά προφανώς δεν έδινα αυτή την εντύπωση.


-Η κυρία του σπιτιού λείπει, είπα. Τι την θέλετε;

-Κι εσύ τι είσαι;

-Είμαι η υπηρέτρια, απάντησα με μαζοχιστική ευχαρίστηση.

Η ωραία δεσποινίς μού έριξε ένα βαθιά απορριπτικό βλέμμα και μετά είπε:

-Παρουσιάζω μια νέα σειρά καλλυντικών που είναι πολύ αποτελεσματικά και σε πολύ λογικές τιμές.

-Χμ, έκανα.

-Θέλεις να σου τα δείξω;

-Δεν ξέρω, αν με φτάνουν τα λεφτά μου.

-Θα τα βρούμε με τα λεφτά, είπε αυτή και μ’ έσπρωξε ελαφρά εισχωρώντας στον άβατο χώρο μου.

Σκέφτηκα να τη στείλω στο διάολο, μετά όμως βρήκα ότι θα είχε γούστο να παίξω λίγο θέατρο με αυτό το ωραιότατο απορριπτικό θηλυκό και να γίνω για λίγη ώρα μια αριστοφανική καρικατούρα.

Καθίσαμε στο σαλονάκι του χολ και η δεσποινίς άρχισε να απαγγέλλει μηχανικά το μάθημά της εξηγώντας μου κάθε τόσο λέξεις που υποτίθεται ότι δεν καταλάβαινα. Μου άρεσε πολύ αυτό.

-Τι είναι πίλινγκ; Ρώτησα.

Η δεσποινίς μού εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε.

Μετά έβγαλε από το σακβουαγιάζ που κουβαλούσε ένα μεγεθυντικό φακό και άρχισε να περιεργάζεται το δέρμα του προσώπου μου. Του βρήκε ένα σωρό ελαττώματα που θα τα διόρθωναν οι κρέμες της, τις οποίες έβγαζε μία-μία από το σακβουαγιάζ και τις αράδιαζε στο τραπεζάκι.

Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι δεν ήταν σωστό να κοροϊδεύω μια κοπέλα που έβγαζε το ψωμί της γυρίζοντας από σπίτι  σε σπίτι κάνοντας τον πλασιέ. Όμως με ερέθιζε πολύ το ύφος της. Με κοίταζε με συγκρατημένη περιφρόνηση και με φανερή πονηρία ότι εδώ τώρα βρήκαμε ένα ζώον και θα του πουλήσουμε ολόκληρη τη σειρά τα καλλυντικά.

Στο τραπεζάκι του χολ είχαν ήδη αραδιαστεί πλήθος μπουκαλάκια και βαζάκια με υγρά και αλοιφές που θα με μεταμόρφωναν σε πεντάμορφη κι εγώ άκουγα πειθήνια και με σεβασμό όσα μου αράδιαζε η δεσποινίς.

Εκείνη την ώρα ξαναχτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

-Με συγχωρείτε, είπα στην πλασιέ και πήγα να ανοίξω.

Κατά σατανική σύμπτωση στην πόρτα στεκόταν η φίλη μου η Ευτυχία, του ιδίου φυράματος με μένα. Της είπα με δυο λόγια την υπόθεση του έργου και η Ευτυχία μπήκε μέσα αγέρωχη και στητή.

-Τι γίνεται εδώ πέρα; Είπε με τη διαπεραστική φωνή της και κοίταξε την πλασιέ από πάνω ως κάτω.

Η πλασιέ χαμογέλασε υποχρεωτικά κι εγώ έσπευσα να δώσω εξηγήσεις:

-Κυρία, η δεσποινίς αποδώ πουλά καλλυντικά.

-Και ποιος θέλει καλλυντικά; Εσύ μήπως;

-Γιατί όχι, κυρία; Να μην πάρω κι εγώ μια κρέμα για τη μούρη μου;

-Η μούρη σου θέλει πρώτ’ από όλα πλύσιμο, είπε η Ευτυχία. Πήγαινε φτιάξε μου ένα καφέ. Θέλετε κι εσείς, δεσποινίς;

-Όχι, ευχαριστώ, είπε η δεσποινίς.

Πήγα στην κουζίνα για να φτιάξω τον καφέ της Ευτυχίας , η οποία εν τω μεταξύ άρχισε να διεκτραγωδεί τη ζωή της έχοντας στη δούλεψή της μια τόσο τεμπέλα υπηρέτρια όπως ήμουν εγώ.

-Πρόκειται για ένα ζώον, αγαπητή μου. Πώς σας λένε αλήθεια;

-Ντέπυ.

-Ένα ζώον, αγαπητή δεσποινίς Ντέπυ. Άλλα της λέω, άλλα καταλαβαίνει. Όταν φεύγω, κάθεται στην πολυθρόνα, ανάβει το τσιγάρο της και δεν κάνει τίποτα. Κρέμεται και στα τηλέφωνα όλη μέρα, έχει βλέπετε και τους αγαπητικούς…Τώρα πώς βρίσκει αγαπητικούς με αυτή τη φάτσα, απορώ κι εγώ. Και είναι και γλωσσού. Μια κουβέντα της λέω, δέκα μου αντιγυρίζει.

-Με αδικείτε, κυρία, φώναξα από την κουζίνα.

-Την ακούτε; Το θράσος της δεν έχει όρια. Από τότε που την έφερα στο σπίτι, έγινε η ζωή μου δύσκολη.

-Γιατί δεν τη διώχνετε τότε; Τόλμησε να προτείνει η δεσποινίς Ντέπυ.

-Και πού θα βρω άλλην; Εύκολο είναι; Εσείς με τι ασχολείστε;

-Πουλάω καλλυντικά, όπως βλέπετε.

-Κερδίζετε τίποτα;

-Ε, όλο και κάτι κερδίζω κι εγώ. Όχι πολλά πράγματα…

-Σας δίνω 650 ευρώ το μήνα, στέγη και τροφή δωρεάν και μία έξοδο την εβδομάδα. Φαίνεστε άξια κοπέλα και εργατική. Δέχεστε;

-Τι να δεχτώ; Να γίνω υπηρέτρια;

-Οικιακή βοηθός θα γίνετε.

-Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

-Κερδίζετε περισσότερα από τη δουλειά σας;

-Δεν πρόκειται γι' αυτό.

-750 ευρώ. Και δύο διανυκτερεύσεις έξω.

-Μα όχι, δεν μπορώ να κάνω μια τέτοια δουλειά. Τέλος πάντων, ενδιαφέρεστε για τα καλλυντικά μου ή όχι;

Έφερα τον καφέ στην Ευτυχία και στάθηκα όρθια από πάνω τους.

-Εγώ θέλω καλλυντικά, είπα.

-Σιωπή, αναιδέστατη. Τώρα μιλάμε οι κυρίες, είπε αυτή αυστηρά.

Η δεσποινίς Ντέπυ ένιωσε ξαφνικά ότι είχε μπει σε τρελόσπιτο. Άρχισε να μαζεύει τα μπουκαλάκια και τα βαζάκια της και να τα χώνει στο σακβουαγιάζ.

-Θέλω καλλυντικά! φώναξα. Κρέμα νυκτός, κρέμα ημέρας, λοσιόν, μια πούδρα και μερικά κραγιόν.

Η  Ευτυχία κοίταξε τη δεσποινίδα Ντέπυ συγχυσμένη:

-Βλέπετε πώς με παιδεύει;

Η δεσποινίς Ντέπυ μιλιά.

-Βγάλτε τα πάλι έξω όλα, δεσποινίς Ντέπυ, είπε η Ευτυχία. Αν δεν της πάρω καλλυντικά, είναι ικανή να αφήσει το σπίτι να βρωμίσει… Όχι δηλαδή πως τώρα το κρατά καθαρό…

Η δεσποινίς έμεινε μετέωρη κοιτάζοντας πότε εμένα πότε την Ευτυχία.

-Καλλυντικά! Είπα επιτακτικά σαν καθυστερημένο.

-Θα πάρουμε μερικά, αναστέναξε η Ευτυχία.

Τελικά αγοράσαμε τρία μπουκαλάκια με πολύχρωμα υγρά και δυο βαζάκια με αλοιφές για ποικίλες χρήσεις.

-Επιμένετε στην απόφασή σας, δεσποινίς Ντέπυ; Ρώτησε η Ευτυχία, καθώς τη συνόδευε στην εξώπορτα.

-Ποια απόφαση;

-Να μη θέλετε να γίνετε δούλα μου. Μου αρέσετε πολύ, ξέρετε. Θέλω να έχω μια δούλα επιπέδου στο σπίτι μου.

Η δεσποινίς Ντέπυ όρμησε στις σκάλες και εξαφανίστηκε.

-Γιατί τη βασανίσαμε; Με ρώτησε η Ευτυχία, όταν μείναμε μόνες.

-Επειδή ήταν όμορφη, της είπα. Και είχε την οίηση της ομορφιάς της.



Δεν υπάρχουν σχόλια: