21/6/15

Δυσλειτουργική πατρίδα




Τι μπορεί κανείς να κάνει, αν γεννηθεί μέσα σε μια δυσλειτουργική οικογένεια;
1.
Να βρίζεται νυχθημερόν με τους δικούς του και να παίζει ξύλο.
2.
Να σηκωθεί και να φύγει.
3.
Να κάνει υπομονή και να έχει κατανόηση.

Δεν προτείνω ως λύση να προσπαθήσει να λογικέψει μια τέτοια οικογένεια, διότι κανένα αποτέλεσμα δεν θα έχει. Άμα μια οικογένεια είναι δυσλειτουργική, η λογική δεν έχει καμιά δύναμη να την αλλάξει. Υπάρχει βέβαια και η λύση να καταφύγουν όλοι μαζί στο γραφείο ενός ψυχιάτρου, μήπως και βρει αυτός την άκρη του νοσηρού νήματος και βάλει κάπως τα πράγματα στη θέση τους. Αυτό όμως χρειάζεται χρόνο και κυρίως κοινή συναίνεση όλων των μελών της οικογένειας.

Εν πάση περιπτώσει, όποιος έχει γεννηθεί σε μια δυσλειτουργική οικογένεια, έχει μερικά προβλήματα παραπάνω από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά, όπως και να’ χει, είναι η δική του οικογένεια, θέλει δεν θέλει την αγαπά και την υπολογίζει. Δύσκολο και πολύ βαρύ τού είναι να μισήσει τη μητέρα του ή τον πατέρα του ή τα αδέλφια του ή και όλους μαζί.

«Τι να κάνω;» λέει. «Είναι οι δικοί μου άνθρωποι, το αίμα μου. Τους αγαπώ κι ας ζω μαζί τους άσχημη ζωή. Καλά θα ήταν να γεννιόμουν σε μια φυσιολογική οικογένεια, αλλά, αφού γεννήθηκα σ’ αυτήν εδώ, θα την υπομείνω. Είναι η δική μου οικογένεια. Άλλη δεν έχω».


Και τι μπορεί κανείς να κάνει, αν γεννηθεί σε μια δυσλειτουργική πατρίδα;

Να λογικέψει τους συμπατριώτες του είναι πρακτικώς αδύνατον, διότι πόση δύναμη να έχει ένας μόνος του απέναντι σε μερικά εκατομμύρια παράλογων ανθρώπων;

Να στείλει στον ψυχίατρο όλο τον πληθυσμό της χώρας του είναι επίσης πρακτικώς αδύνατον, αν και μια τέτοια  προοπτική θα χαροποιούσε πολύ τους ψυχιάτρους.

Δεν του μένει λοιπόν παρά να κάνει ένα από τα εξής τρία:
1.
Να βρίζεται νυχθημερόν με τους συμπατριώτες του και να παίζει ενίοτε και ξύλο.
2.
Να σηκωθεί και να φύγει, να πάει να βρει άλλη πατρίδα.
3.
Να κάνει υπομονή και να έχει κατανόηση.

Η πρώτη επιλογή επιτείνει τη δυσλειτουργία, από την οποία πάσχει η πατρίδα του, επομένως απορρίπτεται. Η δεύτερη είναι μια κάποια λύση, εφόσον μπορεί να ξενιτευτεί, θέλει να ξενιτευτεί και δεν τον νοιάζει να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει να ξεριζώσει τα κομμάτια του από τη γη που τον γέννησε και αυτό, ως γνωστόν, είναι πολύ επώδυνο. Η τρίτη επιλογή είναι η μόνη που του απομένει.

Λέει λοιπόν αυτός που του έλαχε να γεννηθεί σε μια δυσλειτουργική πατρίδα:

«Τι να κάνω; Είναι η πατρίδα μου αυτή, εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα, εδώ έζησα όλα μου τα χρόνια ως τώρα, εδώ είναι οι αναμνήσεις μου, οι φίλοι μου, οι εμπειρίες μου, όλη μου η ζωή είναι εδώ. Καλά θα ήταν να μην είχα γεννηθεί σε μια δυσλειτουργική πατρίδα. Θα είχα λιγότερα βάσανα και περισσότερους λόγους για να χαίρομαι. Αλλά, αφού γεννήθηκα σ’ αυτήν εδώ την πατρίδα, πρέπει να κάνω υπομονή. Είναι η δική μου πατρίδα. Άλλη δεν έχω».

Αν και μπαίνει στον πειρασμό πολλές φορές να σηκώσει το χέρι και να αρχίσει τα χαστούκια δεξιά κι αριστερά, έχει ευτυχώς την ψυχραιμία να συγκρατηθεί, επειδή σκέφτεται ότι έχει να κάνει με δυσλειτουργικούς συμπατριώτες που κληρονόμησαν πάππου προς πάππου στο DNA τους το γονίδιο του διχασμού, του εθνικού μίσους και της αυτοκαταστροφής. Προσπαθεί με όση κατανόηση διαθέτει να τους δικαιολογήσει, να καταλάβει τη δαιδαλώδη σκέψη τους, να βρει τα ελαφρυντικά τους.

Δύσκολο και βαρύ τού πέφτει να μισήσει αυτούς, με τους οποίους τον ενώνουν τόσα πολλά πράγματα, τόσες κοινές εμπειρίες και συμπεριφορές, τόσες αμέτρητες λεπτομέρειες της καθημερινότητας και κυρίως τόσα κοινά προβλήματα.

Τρομάζει βέβαια μερικές φορές, ιδίως, όταν οι δυσλειτουργικοί συμπατριώτες του εκτοξεύουν χυδαίες ύβρεις, απειλές και κατάρες θανάτου ο ένας στον άλλον και βλέπει στο βλέμμα τους το απύθμενο μίσος που τους κατακαίει τα σωθικά. Τρομάζει πολύ και απογοητεύεται.

«Πώς επένδυσα», αναρωτιέται, «τόσα όνειρα και προσδοκίες σε τούτη εδώ την άρρωστη πατρίδα; Και πώς θα συμβιώσω με αυτούς τους ανθρώπους που έχουν μαζί μου κοινό παρελθόν, κοινή ιστορία, κοινή γλώσσα, κοινά συμφέροντα, κοινές ευαισθησίες, όταν η αρρώστια έχει σαλέψει το μυαλό τους;»

Μετά, όπως ακριβώς και εκείνος που έχει γεννηθεί σε μια δυσλειτουργική οικογένεια, σηκώνει τους ώμους καρτερικά και λέει:

«Εδώ γεννήθηκα και αυτή είναι πατρίδα μου. Να τη μισήσω δεν μπορώ. Θα υπομείνω την αρρώστια της. Άλλη πατρίδα δεν έχω».

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΑΙΤΟΥΛΑ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ!!!!ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ....

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Επίσης, καλό καλοκαίρι.