18/3/24

Λουξώριος, 81. "Το άγαλμα που ιδρώνει"

 





Στη μέση του Ιλίου φτιαγμένοι από μάρμαρο της Πάρου

στέκονται ο Φρύγιος Έκτορας και ο Αχιλλέας ο Έλληνας,

ο ένας απέναντι στον άλλον.

Του Πριαμίδη όμως το άγαλμα το περιλούζει αληθινός ιδρώτας,

τον ψεύτικο Αχιλλέα ο φτιαχτός Έκτορας φοβάται.

Δεν ξέρω τι θαύματα τα Τάρταρα έφεραν στην εποχή μας.

Πιστεύω πως είτε οι θεοί γυρίζουν πίσω τις ψυχές, αφού έχουν πεθάνει,

είτε μια τέχνη αξιοθαύμαστη μπορεί να μεταλλάξει το νόμο της αβύσσου.

Όμως, αν δεν συμβαίνει τίποτε από αυτά,

σίγουρα στέκεται  μαρμάρινος ο Έκτορας

και μαρτυρεί το θάνατό του με δέος ζωντανό.

 

 

Ilion in medium Pario de marmore facti

stant contra Phrygius Hector vel Graius Achilles.

Priamidis statuam sed verus sudor inundat

et falsum fictus Hector formidat Achillem.

Nescio quid mirum gesserunt Tartara saeclo.

Credo quod aut superi animas post funera reddunt

aut ars mira potest legem mutare barathri.

Sed si horum nihil est, certus stat marmoris Hector

testaturque suam viva formidine mortem.


Μετάφραση στα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.

 

 

16/3/24

Υλικό για όνειρα

 





Να σ’ αγαπήσω δεν μπορώ.


Όμως μπορώ


να σε ονειρεύομαι,


να κάνω σχέδια για το μέλλον,


να πέφτω σε ωραία έκσταση.


 

Δεν το κατάλαβες ακόμα;


Είσαι το υλικό


για τα όνειρά μου.


Τίποτε περισσότερο


δεν μπορείς να γίνεις.





14/3/24

19. Ραδιόφωνο, ειδήσεις και προπαίδεια ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Όλα τα τραγούδια που ακούω στα κέντρα τα ξέρω, τα έχω μάθει από το ραδιόφωνό μας. Ακούω και ξένα τραγούδια και μου αρέσουν πολύ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λένε, τα τραγουδώ όπως ακούω να λένε τις λέξεις, αλλά δεν ξέρω τι λέω.

 

Καμιά φορά το παθαίνω αυτό και με τα ελληνικά τραγούδια, όπως ένα τραγούδι που λέει «αγάπη που’ γινες δίκοπο μαχαίρι» και πιο κάτω λέει «δεν βρίσκω άκρη, δεν βρίσκω για Τροιά».  Τι θέλει να πει δεν καταλαβαίνω και γιατί την Τροία τη λέει Τροιά,  είμαι μικρή γι’ αυτό, όταν μεγαλώσω θα καταλαβαίνω καλύτερα. Κι ένα άλλο τραγούδι που λέει «και μπατίρη στο φινάλε μ’ απαράτησες», δεν ξέρω τι είναι το μπατίρη και τι το φινάλε και καμιά φορά, όταν τραγουδώ, τα λέω ανάποδα «και φινάλε στο μπατίρη μ’ απαράτησες» και γελάνε οι μεγάλοι. 


Τα βράδια ο μπαμπάς ακούει τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, αυτές τις βαριέμαι, μιλάνε στην καθαρεύουσα και λένε πράγματα που δεν με ενδιαφέρουν. Όλο για την Κύπρο μιλάνε που θέλει την ελευθερία της και δεν την αφήνουν οι Άγγλοι, για τον Καραολή και τον Δημητρίου που τους σκότωσαν οι Άγγλοι και για τον Μακάριο και για την ΕΟΚΑ και τον Διγενή και έναν κακό Άγγλο που τον λένε Χάρντιγκ,  τα έχω μάθει όλα αυτά, αφού τα ακούω συνέχεια στο ραδιόφωνο και τα συζητά και ο μπαμπάς μου με τους άλλους μεγάλους. Έτσι έμαθα και μια παράξενη νέα λέξη, Σεϋχέλλες. Οι Σεϋχέλλες είναι ένα πολύ μακρινό νησί που εκεί εξόρισαν τον Μακάριο οι Άγγλοι. 

 

Άλλοτε ο μπαμπάς κάθεται στο ραδιόφωνο και ψάχνει ξένους σταθμούς από τις γύρω χώρες και ακούει κάτι ξένες μουσικές αλλιώτικες. Αυτές οι μουσικές είναι λυπητερές και με μελαγχολούν, αλλά αρέσουν στον μπαμπά.

 

«Με το δεξί χέρι είπαμε», μου λέει κάθε φορά που πιάνω το μολύβι με το αριστερό. «Πάντα με το δεξί χέρι γράφουμε, όχι με το αριστερό!». Δυσκολεύομαι λιγάκι και δεν κάνω ωραία γράμματα και ο μπαμπάς μού δείχνει πώς να τα γράφω ένα ένα , ώστε να είναι ωραία. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Και κάθε τόσο μου λέει: «Την προπαίδεια! Μάθε την προπαίδεια!» Η προπαίδεια είναι γραμμένη στο τελευταίο φύλλο σε όλα τα τετράδια. Τη διαβάζω και την έχω μάθει καλά μέχρι το 6 και το 7. Μετά μπερδεύομαι.

 

Πόσο κάνει 7 επί 8; Χμ, προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά δυσκολεύομαι.

Πόσο κάνει 8 επί 9; Ιδέα δεν έχω.

 

«Μάθε την προπαίδεια!» επιμένει ο μπαμπάς.


***


Στη φωτογραφία: το ραδιόφωνό μας. Τώρα ως αντίκα βρίσκεται σε σπίτι συγγενών.


(Συνεχίζεται)



13/3/24

Πηνελόπη

 






Πόσο ακόμα να σε περιμένει η Πηνελόπη,


Οδυσσέα,


που έχεις ξεχαστεί σε ξένες αγκαλιές,


πόσο ακόμα το κορμί της στερημένο να κρατά,


όταν μες στο παλάτι τριγυρίζουν


άντρες γεμάτοι οίστρο


που, όταν περνά από μπροστά τους,


την κοιτάζουν άπληστα,


που τυχαία  τάχα αγγίζουν τα γυμνά της μπράτσα,


άντρες ορμητικοί  και ρωμαλέοι


που αποπνέουν οσμή μεθυστικά αρσενική,


πόσο καιρό νομίζεις,


Οδυσσέα,


πως θα σταθεί πιστή η γυναίκα σου,


ενώ εσύ, άπιστος και μοιχός,


θα κολυμπάς στις ηδονές


μαζί με τις θεές και με τις μάγισσες;


 

Όταν με το καλό θα επιστρέψεις στην Ιθάκη,


η μεσόκοπη γυναίκα σου


θα έχει πολλά να κρύψει από σένα


μυστικά.